1. Χρέος πρώτο

Έκοβε ξύλα στο βουνό. Μύρισε φωτιά. Ένιωσε θάνατο. Ανατρίχιασε. Κοίταξε από ψηλά το χωρίο. Λαμπάδες τα σπίτια. Μαύρος καπνός στον ουρανό. Τι να κάνει; Δώδεκα χρονών παιδί. Να γυρίσει ή να μείνει εκεί; Κραυγές αλλοφροσύνης έφταναν αμυδρά στα αυτιά του. Πυροβολισμοί και χαλασμός. Η μάνα; Ο πατέρας; Τα αδέλφια; Οι γειτόνοι;

Ο κόσμος χάθηκε. Ο χρόνος στάθηκε. Νεανικά μαλλιά, γκρίζα σε μια στιγμή. Όνειρα στάχτη. Χαμένες εφηβείες. Πυρπολημένες ζωές. Ψυχές, όμως βαθιές. Ριζωμένες γερά, σε θεμέλια αιώνια. Δε βγαίνουν εύκολα αυτές. Τις αγαπάει ο Θεός. Τις ζηλεύουν οι άγγελοι. Τις θαυμάζουν οι άνθρωποι. Τις πονάνε τ’ άψυχα. Δεν χάνονται ποτέ τούτα τα δένδρα. Τα κόβεις κι ανθίζουν πάλι. Τα καις και φέρνουν κι άλλο.

Κρύφτηκε στο βουνό. Έμεινε εκεί κάμποσες μέρες. Μόνος με τα θεριά. Καλύτερα αυτά, παρά οι άνθρωποι. Φάνηκαν στρατιώτες. Άγριες λαλιές. Κρύφτηκε στους θάμνους. Πλησίασε ένας για ανάγκη. Το είδε. Ματιά κοφτή. Γερακίσια. Φρύδια σμιγά. Με μια γραμμή ευθύνης στη μέση. Είδε το φόβο και τον καημό. Τη φλόγα στο γαλάζιο βλέμμα του παιδιού. Έφερε την παλάμη του στο στόμα. Ακούμπησε το δείκτη στα σφιγμένα χείλη του. Άφησε ένα ντορβά. «Θα ξανάρθω τη νύχτα», ψέλλισε. Υπάρχουν άνθρωποι! Υπάρχει Θεός!

Πήγε το βράδυ. Έκρυψε το λιονταράκι σ’ ένα κοφίνι, με πραμάτεια στην κορφή. Το φυγάδεψε σ’ ένα δικό του άνθρωπο. Ιερέας άλλης θρησκείας αυτός. Πολίτης ξένης χώρας. Εχθρικής. Άνθρωπος άλλης γλώσσας. Όμως άνθρωπος. Του δώσαν νέο όνομα, δικό τους. Το ντύσαν μ’ άλλα ρούχα, δικά τους. Να μοιάζει μ’ αυτούς. Να γλυτώσει απ’ το παράλογο πένθος. Κρύφτηκε η ξένη ορφάνια στο δικό τους κόσμο. Ζέστανε η καρδιά. Ήθελε να το κρατήσει. Ένιωθε χρέος. Τ’ αγάπησε. Όμως δεν έπρεπε. Όφειλε να το βάλει να βλαστήσει στο δικό του χώμα. Να βρει τη ρίζα του.

Το πήγαν στην πρωτεύουσα. Χτύπησαν πόρτες. Κυνηγημένη προσφυγιά πολύ. Τα φόρτωσαν σε καράβι και τα στείλαν σ' άλλο τόπο. Ιδρύματα, πόνος, κάματος πολύς. Αναζήτηση κι ερωτηματικά. Έζησε κανείς; Ήρθε κάποιος άλλος; Έχω κάπου συγγενείς; Φίλους;

Αντράκι, δεκαοκτάρικο, άρχισε να ψάχνει, να ρωτά. Βρήκε τη ρίζα του. Λιόντας σωστός. Ερωτεύτηκε, ζευγάρωσε. Έξη παιδιά. Δυο κάμαρες και μια κουζίνα. Όλα χτισμένα με τα χέρια τους. Δεμένα με ιδρώτα κι αγάπη. Όλα λευκά και παστρικά. Το μάνταλο έξω απ’ την πόρτα. Για να μπαίνει ο ξένος. Την άνοιξη η αυλή, χαμομηλένιο περσικό χαλί. Ντρεπόσουν να πατήσεις. Λίγα λόγια, καθάρια βλέμματα. Παράδεισος.

2. Χρέος δεύτερο

Η πόρτα βρόντηξε με δύναμη. Ο λευκός χιονιάς μπούκαρε μαζί με τις μαύρες σκιές των απρόσωπων. Άγριο κρύο και σκοτεινές μάσκες πάγωσαν την ατμόσφαιρα. Άναρθρες κραυγές, παράλογες, ζητούσαν θάνατο. Το αποφασιστικό βλέμμα της γυναίκας έπεσε στο κρεμασμένο δίκαννο. Η γαλήνια ματιά του άντρα ησύχασε το ταίρι του. Τέσσερα κουτάβια στη γωνιά, κουβάρι. Τον πήραν και χάθηκαν στη νύχτα. Καρδιές σπασμένες. Θρύψαλα. Κορμιά νεανικά, που στέγνωσαν με μιας και γέρασαν ανέραστα, μέσα στο μαύρο ρούχο του πένθους. Ζωές ακρωτηριασμένες βάρβαρα, έλπιζαν στην επιστροφή. Στην επανασύνδεση που δεν έμελε να γίνει σ’ αυτή τη ζωή. Τους είπαν ψέματα ότι βρίσκεται σ’ άλλο τόπο. Ξεκίνησαν οι πέντε να τον βρουν. Ποθούσαν τον έκτο. Τον πατέρα. Ποιος δε θα το 'κανε;

Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες ζητούσαν σάρκα. Ασπίδα η μάνα. «Δώσε μου το ένα παιδί. Το μικρό, το ξανθό, το κοριτσάκι. Θα το μεγαλώσω σαν παιδί μου. Εσύ δεν μπορείς. Είσαι μόνη. Έχεις άλλα τρία. Δε θα τα καταφέρεις.» Χέρια απλωμένα, γεμάτα μπακίρια. Μπορεί από καλό, ίσως και όχι. Ποιος ξέρει; «Σαν παιδί μου!» Αυτό το «σαν» της έτρωγε τα σωθικά. Το σκέφτηκε. Πόνεσε το μυαλό της. Έσφιξε τις ξανθές μπούκλες στον κόρφο της. Δεν το δώσε. Πώς θα μπορούσε;

Άφιξη κι αναζήτηση. Νέος τόπος. Άγνωστος κι αγκαθερός. Βήμα και πληγή. Βλέμμα κι αποστροφή. Μήπως τον ξέρετε; Μήπως τον είδατε; Ήρθαν άλλοι; Όχι σε όλα. Ψέματα όλα. Ο έκτος δεν έφθασε. Ο πατέρας χάθηκε εκείνη την κρύα νύχτα των σκιών. Παγερό σκοτάδι. Χειμώνας. Σ’ ένα παγκάκι τα τρία κουτάβια, κουβάρι. Στέκεται η μάνα, με τις ξανθές μπούκλες στον κόρφο της. Μπροστά στην προκυμαία του λιμανιού. Μια τρέλα βουρλίζει το μυαλό της. Η θάλασσα σειρήνα την καλεί. «Να πέσω; Να πέσουμε; Θα πέσω. Θα πέσουμε». Γέρνει. Ο Θεός απλώνει το χέρι του. «Τι πας να κάνεις; Που πας; Την ξανθούλα δεν τη σκέφτεσαι; Τα τρία κουτάβια;» Την αρπάζει από το μπράτσο. Το θολωμένο της μυαλό καθαρίζει. Λόγια παρηγοριάς. Λέξεις ζεστές. Ψυχές βαθιές. Μάτια συμπόνιας κι ελπίδας. Μεγάλα. Ουρανός. Υπάρχουν άνθρωποι! Υπάρχει Θεός!

Αγώνας για ζωή. Σακιά στη ράχη. Ξερό ψωμί και χόρτο πικρό. Ξυπόλητες πατούσες. Γυμνά κορμιά. Δρόμοι ατέλειωτοι. Όμως κι οι πέντε μαζί. Σε μια κάμαρα όλοι. Κι ο έκτος στο εικονοστάσι. Το καντηλάκι πάντα αναμμένο. Να του φωτίζει το δρόμο του γυρισμού. Ίσως να ζει. Ίσως να ‘ρθεί. Αυτή πάντα θα περιμένει.

Μια μέρα γίνηκαν έξη. Ένα μωρό στην πόρτα τους. Χωρίς μάνα και κύρη. Πώς να το διώξει; Πώς να τ’ αφήσει; Δεν κατέχει τον τρόπο. Δεν υπάρχει φυγή. Αγάπη και καθήκον. Μια ανοιχτή αγκαλιά κι ευθύνη. Μια ζωή προσφορά στους άλλους. Μια ψυχή αντίδωρο θυσίας. Ένωσαν την ορφάνια του, με τη δική τους. Παράδεισος.


Πολλές ιστορίες ξεριζωμού γεμίζουν πια, την καθημερινότητά μας. Πρόσφυγες έρχονται, φεύγουν, πνίγονται. Συνηθίσαμε. Ξεχάσαμε τα χρέη μας. Έχω ακούσει πολλές. Αυτές όμως οι δύο, είναι δικές μου. Είναι οι ρίζες μου. Το λιονταράκι, είναι ο παππούς μου, απ’ του πατέρα μου τη μεριά. Η μητέρα με τα κουτάβια, είναι η γιαγιά μου. Η ξανθούλα στον κόρφο της, η μάνα μου. Εγώ χρωστάω. Εσύ;

 Η προσφυγιά δεν έχει ταυτότητα. Ο πόνος δεν έχει πατρίδα κι ο καημός δεν έχει γλώσσα να τον πεις. Αλίμονο σ’ αυτούς που ξεχνούν. Λυπούμαι όσους δε συγχωρούν. Ντρέπομαι για 'κείνους, που τούτες τις ώρες, το συμφέρον μετρούν.

2018/12/06