Άκριτος χρόνος, θολός χώρος 

  Τα χρόνια πριν την "οικονομική" κρίση - η δεκαετία του ‘90 & του ’00 - ήταν ομιχλώδη, ανόητα και στείρα. Σαν τον Κλέων και τη Μπιμπή, στο «Μια ζωή την έχουμε», ήμασταν έτοιμοι «να καταπλήξουμε τα πλήθη».

Ξοδεύοντας το αδικαιολόγητο πλεόνασμα του ενός εκατομμυρίου, εκατόν μία χιλιάδες, εκατόν μία και δέκα. Και όντως το κάναμε. Μεγεθυνόμενη κατανάλωση, αστραφτερά αυτοκίνητα, καινούρια σπίτια, υψηλά εισοδήματα, πολλαπλές σχέσεις, μεγαλειώδεις εθνικές επιτυχίες. Ο μανδύας της τεχνητής ευημερίας κουκούλωνε τα πάντα. Οι αλήθειες χάνονταν στην καπνισμένη ατμόσφαιρα της απόλυτης κενότητας. Όσο τα μέσα και η ταχύτητα της επικοινωνίας αυξάνονταν, τόσο ο διάλογος συρρικνώνονταν. Αυτάρεσκοι μονόλογοι, πληκτικοί και μονότονοι, όντων, τα οποία πεισματικά αρνούνταν να δουν και να ακούσουν τον άλλο. Ένιωθα σα να βρίσκομαι μπροστά στο γκισέ μιας δημόσιας υπηρεσίας. Αόρατος και διαυγής. Απέναντι μου ο κρατικός υπάλληλος, φορώντας τη μάσκα της αλαζονικής υπεροψίας. Χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του - άλλωστε ποιον να δει αφού εγώ ήμουν ανύπαρκτος - καταδείκνυε υποτιμητικά, τις ελλείψεις των δικαιολογητικών που κρατούσα στα χέρια μου. Τα οποία προφανώς αιωρούνταν στο χώρο αυτόνομα, έχοντας νικήσει το νόμο της βαρύτητας.

  Τα βουτήξαμε, λοιπόν εν τέλει τα λεφτά, όπως παραδέχθηκε κι ο Κλέων στον ανακουφισμένο από την ομολογία, δεσμοφύλακα Χαράλαμπο Μπαζούκα. Ναι, μαζί τα φάγαμε. Αλλά πώς; Ελάχιστοι έφαγαν το ένα εκατομμύριο, λίγοι τις εκατόν μία χιλιάδες, πολλοί τις εκατόν μία δραχμές κι όλοι γευτήκαμε μια στάλα από τα δέκα λεπτά. Για να είμαστε όμως, επί τέλους, ειλικρινείς με τον εαυτό μας, η ποσότητα του γεύματος που κατανάλωσε καθένας από μας, λίγη ή περισσότερη, δεν αναιρεί τη συμμετοχή στο συμπόσιο. Τη συνενοχή στην κατάχρηση. Αν φανεί κάποιος ανάξιος στα ελάχιστα, δύναται άραγε να αποδειχθεί τίμιος στα πολλά; Ανάλογα με τις προσωπικές δυνατότητες, τις δοθείσες ευκαιρίες, πιθανότατα η όρεξή μας να άνοιγε και η παρουσία μας στο τραπέζι της διαφθοράς να ήταν ουσιαστικότερη. Μήπως δεν είχε καταξιωθεί στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας η νοοτροπία της αρπαχτής; Δε σπεκουλάραμε αεριτζίδικα στους χρηματιστηριακούς υπονόμους; Ξεχάσατε τα λιγούρικα, ζηλόφθονα βλέμματα στους νεόπλουτους καλικάντζαρους, οι οποίοι «αφήναν» αυτάρεσκα στην άσφαλτο τα λαστιχένια ίχνη των ακριβών διθέσιών τους; Ειλικρινά τώρα. Σκεφτείτε λίγο. Θυμηθείτε. Τι ποθούσατε τότε; Την αναζήτηση της αλήθειας; Την αποκάλυψη του λογιστικού τραπεζικού λάθους; Ή το κάμπριο, την πορτοφόλα και τη Μπιμπή;

  Τι συμβουλεύατε τα τέκνα σας; Να πορευθούν στη ζωή μ’ αξιοπρέπεια κι εντιμότητα; Να διαφυλάξουν την ακεραιότητά τους, θυσιάζοντας καριέρα, δόξα και χρήμα; Να συγχωρούν το λάθος; Να δείχνουν επιείκεια κι ευαισθησία; Ή να διεκδικούν με θράσος το συμφέρον τους; Να επιδεικνύουν αυθάδικα τον υπέροχο εαυτό τους; Αυτή δεν ήταν η μόνιμη κι επαναλαμβανόμενη γονική παραίνεση: «Να χώνεσαι παιδί μου, να βολευτείς, να φαίνεσαι. Μην πας με το σταυρό στο χέρι. Να είσαι μάγκας, νταής, καταφερτζής. Να τους φας, για να μη σε φάνε». Τέτοιες ανοησίες δε λέγαμε; Τούτα τα πρότυπα δε δίναμε; Αυτό μας περίσσευε, αυτό προσφέραμε. Φλυαρούσαμε αφόρητα, ψελλίζοντας φαρισαϊκές μπαρούφες, σε πλήρη αναντιστοιχία με τις ευτελείς πράξεις μας. Γινόμασταν γελοίοι αποκαλύπτοντας τη γύμνια μας.  Εκδηλώναμε μια συμπεριφορά σχιζοφρενική, η οποία αναδείκνυε τη διαλυμένη ύπαρξή μας. Τα παιδιά όμως, αντιλαμβάνονται την υποκρισία. Απορρίπτουν ενστικτωδώς τις βαρετές μπουρδολογίες και ζουμάρουν στα έργα. Η ηθικολογία αναιρείται απ’ την αδικοπραξία. Δε μπορεί να μιλάς για αξίες και να είσαι στη βιωτή σου απατεώνας. Δε γίνεται να ζητάς αλήθειες και ταυτόχρονα να φλομώνεις τον κόσμο στα ψέματα. Η στάση ζωής μετράει. Επικράτησε λοιπόν ο κοινωνικός δαρβινισμός. Ο κανόνας του ισχυρού. Η μαγκιά, το νταηλίκι και το ρουσφέτι. Σπάνιζαν πια τα καθαρά βλέμματα. Θλιβερές μειοψηφίες οι αγαθές ψυχές. Οάσεις, μέσα στην έρημο της χαοτικής πολυπλοκότητας, οι απλές, ευγενικές υπάρξεις. Εξαιρέσεις οι άνθρωποι της συγχώρεσης, της συμπόνιας. Αλλά, όπως είπε ο Χατζιδάκις, «με τις εξαιρέσεις ο κόσμος προχωρά». Μ’ αυτούς που τους σπρώχνεις για να περάσεις. Με κάτι ασήμαντους ελάχιστους και πάντα χαμένους. Κάτι «ωραίους τρελούς», οι οποίοι δεν έχουν τίποτα κι όμως κατέχουν τα πάντα.

  Πώς καταντήσαμε έτσι; Μεταμορφωθήκαμε σε αγέλη βολεμένων σφηνάκιδων. Σε εντυπωσιακό αλληλοσπαραζόμενο όχλο. Χώσιμο στην ουρά, να κλέψουμε τη σειρά του άλλου. Σφήνα στις ευκαιρίες της ζωής να φάμε το διπλανό. Όχι όλοι βέβαια, αλλά σίγουρα η μεγάλη πλειοψηφία. Κι όσοι ποθούσαν τ' ωραίο και τ' αληθινό, έβλεπαν αποσβολωμένοι κι αμήχανοι, τον άκριτο ιστορικό χρόνο να θολώνει το χώρο. Επιλέγοντας την προσωπική εσωτερική εξορία. Την πλήρη αποστασιοποίηση. Σα ναυαγοί. Ανέστιοι πρόσφυγες. Παρεπίδημοι αλήτες, περιπλανώμενοι στις παρυφές της ανυπόφορης καθημερινότητας.

Όταν ο χρόνος γίνεται κρίσιμος, ο χώρος καθίσταται διαυγής

  Κάποια στιγμή όμως, σήμανε η ώρα του αποχωρισμού. Το καταχρασθέν εκατομμύριο τελείωσε και η Μπιμπή χάθηκε στη ανοιχτή πόρτα της λιμουζίνας του Ντάογλου. Σύμβολο της ψεύτικης ευημερίας, της πλαστής εικόνας, σα γυαλιστερή κοκάλινη μάρκα, επέστρεψε εκεί που πάντα γυρίζουν οι μάρκες. Στη μπάνκα του καζίνου. Κι ο Κλέων; Αυτός, μαζί με μας, ωχροί, απένταροι και χρεωμένοι, καταλήξαμε, ως καταχραστές, στη φυλακή. Για να υποστούμε την ανέξοδη κρίση των πρόθυμων αυτόκλητων εισαγγελέων. 

  Ένα, ένα τα νήματα της κοινωνίας άρχισαν να ξηλώνονται. Κι εμείς; Οι αναμάρτητοι. Αιφνιδιασμένοι δήθεν. Σε κάθε ξήλωμα, λιθοβολούσαμε ανελέητα, τα εύκολα θύματα. Λοιδορούσαμε και κατακρίναμε, με τεντωμένο δάχτυλο, καταδεικνύοντας την ευτέλεια της κάθε κλωστής. Απολύσεις στον ιδιωτικό τομέα – ανεκπαίδευτοι επιδοτούμενοι. Κατάργηση εργατικού δικαίου - χορτασμένο συνδικαλιστικό πανηγύρι. Ψαλίδισμα δημοσίου - διεφθαρμένοι τεμπέληδες. Λουκέτο στην υγεία – φακελάκηδες γιατροί. Κλείσιμο επιχειρήσεων – ανίκανοι απατεώνες. Ρημαγμένα σχολεία – κηφήνες δάσκαλοι. Εκκλησία – σκάνδαλα. Να μη μείνει τίποτα όρθιο. Κάθε μέρα, απ' το πρωί ως το βράδυ, τυχαίοι, χαρτογιακάδες, λιβελογράφοι, ντελαλούσαν τη βρώμικη πραμάτεια τους στο γυαλί και στο χαρτί, για να εξασφαλίσουν την εγγραφή τους στη μαύρη μισθοδοτική λίστα. Ε, λοιπόν ξέφτισε πια το υφαντό. Η κοινωνία έγινε κουρέλι. Το όνειρο έγινε εφιάλτης. Το σημητικό οικονομικό "ευρωθαύμα" ήταν τελικά έργο "μακέτο". 

  Δεν υπάρχει πια άλλος να πετροβολήσουμε. Μείναμε με το δάχτυλο τεταμένο στο κενό. Τώρα, το μόνο σημείο στο οποίο μπορούμε να το στρέψουμε, είναι προς τον εαυτό μας. Πρέπει επιτέλους ν’ αρχίσουμε ένα διάλογο αυτογνωσίας. Να κοιταχτούμε, έστω για μια φορά, αυτή την ύστατη ώρα, στα μάτια. Το δεσμωτήριο, σαν το κελί του μοναχού, μπορεί να γίνει χώρος αποκάλυψης. Τόπος περιχώρησης του κόσμου ολόκληρου. Όπως κι ο Κλέων. Συζητώντας με τον εξομολόγο - δεσμοφύλακα, ανακάλυψε αλήθειες, γνώρισε τον εαυτό του, παραδέχθηκε σφάλματα και εν τέλει λυτρώθηκε απ’ τους εφιάλτες του. Με περιεκτική αυτοκριτική, ανάληψη ευθύνης και αναγνώριση προσωπικών λαθών. Όχι με αγανάκτηση, θυμό και οργισμένο φόβο για την απώλεια των κεκτημένων. Είναι μοναδική ευκαιρία, να τολμήσουμε την άρθρωση των ουσιωδών ερωτημάτων. Ποιος είμαι; Γιατί είμαι; Τι θα γίνω; Τι κοινωνία θέλουμε; Πώς επέρχεται ισορροπία και καταλλαγή; Δύναται η ζωή, παρόλα τα προβλήματα και τις δυσκολίες, να κυλά ευτυχισμένα, ήσυχα κι ειρηνικά; Έχουμε πλέον την εμπειρία. Γευτήκαμε πια με βουλιμία τα πάντα. Μπορούμε να θέσουμε υπαρξιακά κριτήρια. Αν ξεκινήσουμε αυτό το διάλογο, είναι βέβαιο πως θα βρούμε τις απαντήσεις. Είναι καιρός ν’ ανασύρουμε ευλαβικά, απ’ τα σκουπίδια, τα πολύτιμα τζοβαϊρικά μας. Βρίσκονται εκεί, που τόσο εύκολα τα πετάξαμε εκούσια και πανηγυρικά. Μαϊμουδίζοντας τη μετανεωτερική εικονοκλαστική σαβούρα. Ψάχνοντας σα ρακοσυλέκτες στις πνευματικές χωματερές δύσης κι ανατολής. Ανταλλάσοντας μαργαριτάρια, με καθρεφτάκια και χάντρες. Αντικαθιστώντας αξίες, με χαώδη κατανάλωση, θόρυβο και σύγχυση. Προτιμώντας κινητά και ακίνητα αντί ειρήνης κι ευτυχίας. 

  Βρισκόμαστε σ’ ένα μεταίχμιο. Είμαστε ακόμα στη φυλακή και σαν τον Κλέων περνάμε το στάδιο της νοσταλγίας του μίζερου παρελθόντος μας. Πριν την κρίση και την κατάχρηση. Κι ας μας φώναζε ηλίθιους όλη τη μέρα ο διευθυντής της «Εμποροπιστωτικής Τραπέζης». Όμως ευτυχώς, ή λύση δε βρίσκεται στα περασμένα. Στη νατουραλιστική αναπόληση της άγουρης εφηβείας μας. Ώριμοι πια, έχουμε τη δύναμη να ξεφορτωθούμε τα βάρη, που αγκομαχώντας κουβαλάμε μια ζωή. Δεν είμαστε αναγκασμένοι, σαν τον σκαραβαίο, να σπρώχνουμε αέναα το χωματένιο σβόλο μας. Μίζερα, παθητικά και κακομοίρικα. Τα μάτια μας, δειλά-δειλά, μπορούν να διακρίνουν, πως υπάρχουν πολλές πρόσφορες γωνιές για να αποθέσουμε το φορτίο. 

Είμαι πεπεισμένος, ότι όλα τα καλά απλώνονται μπροστά μας. Στο παρόν και στο μέλλον. Με την εμπειρία του χθες. Η ελπίδα σπαρταράει, φρέσκια και ζωντανή στην προκυμαία του λιμανιού. Στο επικείμενο συναρπαστικό ταξίδι. Σαν τον Κλέων, μ’ ένα εισιτήριο στο χέρι, χωρίς επιστροφή. Ελεύθεροι κι ανάλαφροι, χωρίς αποσκευές κι εξαρτήσεις. Επιβιβαζόμαστε στο υπερωκεάνιο που ηχεί, ενημερώνοντας για την επικείμενη αναχώρηση. Κάθε σαλπάρισμα είναι νοτισμένο με χαρμολύπη. Τοπίο στην ομίχλη σαν τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη. Πού πάω; Τι αφήνω πίσω μου; Τι θα βρω; Ανθρώπινο είναι. Σαν ξεκινήσει όμως «εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις». Θέλεις να μην τελειώσει ποτέ. Ένα ταξίδι όχι σ’ άλλο τόπο, μα σ’ άλλο τρόπο ύπαρξης. Απλό, ήσυχο κι αληθινό. Και τότε, ποιος ξέρει; Ίσως εκείνη την τελευταία στιγμή. Λίγο πριν λυθούν οι κάβοι. Καθώς βιράρουν οι άγκυρες. Στο τελευταίο κορνάρισμα του πλοίου. Ίσως ν’ ανοίξει η πόρτα της λιμουζίνας και να προβάλει αίφνης η Μπιμπή. Τρέχοντας δακρυσμένη να προφτάσει. Ν’ ανέβει στο καράβι της ελπίδας. Της καινούριας ζωής. Με το πραγματικό της όνομα πια. Ευλαμπία Κουμουνδουροπούλου. Θρυμματίζοντας το μαργαριταρένιο κολιέ, που σαν κολάρο φυλακής την κρατούσε δέσμια στην αγκαλιά του Ντάογλου. Στη φυλακή του ναρκισσισμού. 

  Η κρίση δε βελτιώνει αναγκαστικά τον άνθρωπο. Δεν τον μεταμορφώνει υποχρεωτικά σ’ ένα ον πιο συμπονετικό και αλληλέγγυο στα προβλήματα των άλλων. Απλώς φανερώνει την αλήθεια του είναι του. Όποια κι αν είναι αυτή. Λειτουργεί σαν προσωπικό ντεμακιγιάζ ταυτότητας. Αφαιρεί το makeup της αφθονίας. Του συμβατικού καθωσπρεπισμού. Διαλύει το άλλοθι της άνετης, εκ του ασφαλούς και εξ αποστάσεως φιλανθρωπίας. Σηκώνει το πέπλο της ρηχής, προσποιητής ευαισθησίας. Και βοηθά, με τον τρόπο αυτό, στην αποκάλυψη του γνήσιου προσώπου μας. Της αιτίας κάθε πράξης. Της προαίρεσης. Ενεργεί, δηλαδή, σαν καταλύτης, για να έρθει στην επιφάνεια, στο φως, ο βαθύς, κρυφός πολύτιμος εαυτός μας. Τα προσωπεία βγαίνουν και οι μάσκες πέφτουν. Με έκπληξη λοιπόν ανακαλύπτουμε αιφνιδιαστικά, τι τελικά κρύβουμε μέσα μας. Θησαυρό ή άνθρακες;

  Αν η κρίση είναι ευκαιρία, είναι μόνο γι’ αυτό. Γιατί όταν ο χρόνος γίνεται κρίσιμος, ο χώρος καθίσταται διαυγής. Κι αυτό είναι ευλογία. Έρχονται δύσκολες μέρες. Έχουμε ν’ ανέβουμε ένα Γολγοθά. Στην κορφή του είναι στημένος ο φρικώδης σταυρός. Χωρίς σταυρό όμως, δεν υπάρχει ανάσταση. Αυτή η αναπάντεχη προοπτική της αναστάσιμης απολύτρωσης είναι συγκλονιστική. Γι’ αυτό είμαι αισιόδοξος και δεν απογοητεύομαι. Ελπίζω τα ανέλπιστα, πιστεύω τα απίστευτα και προσμένω τα απρόσμενα. Τα ωραία, τα μεγάλα, και τ’ αληθινά. 

2018/12/07